[:el]
Καλαφάτισμα
Η διάναξη είναι η επίσημη ονομασία της εργασίας που κοινώς ονομάζεται «καλαφάτισμα» των ξύλινων σκαφών. Πρόκειται για την διεργασία σύμφωνα με την οποία φράζονται οι αρμοί που σχηματίζονται μεταξύ των σανιδιών του «πετσώματος» (δηλαδή των πλάγιων ξύλων που καρφώνονται στο σκελετό του σκάφους και σχηματίζουν τα πλευρά), αλλά και της κουβέρτας (καταστρώματος).
Με τη βοήθεια της «ματσόλας» (ξύλινης δικέφαλης σφύρας), μιας σειράς κοπιδιών, καθώς και των «καλαφατικών» (σιδερένιων σφηνών σε διάφορα μεγέθη), διευρύνονται εξωτερικά οι αρμοί, στη συνέχεια, φράζονται με καννάβι (κάνναβη) ή βαμβακερό στουπί. Τέλος επακολουθεί η επάλειψη με πίσσα στα ύφαλα (την επιφάνεια που βρίσκεται κάτω από το νερό όταν πλέει το σκάφος), ή στόκο στα έξαλα (την επιφάνεια που βρίσκεται πάνω από το νερό όταν πλέει το σκάφος) προκειμένου έτσι να διατηρηθεί η στεγανότητα των σανιδωμάτων που, όσο τέλεια και αν είναι η συναρμογή τους, είναι αδύνατον να επιτευχθεί χωρίς τη διάναξη. Με την διάναξη τελικά το σκάφος ως σύνολο στερεώνεται καλύτερα καθώς και οι αντοχές του μεγαλώνουν.
Η εργασία της διάναξης γίνεται μετά την ανέλκυση του σκάφους στη ξηρά και τον καθαρισμό των υφάλων του και εφόσον το σκάφος έχει πλέον στεγνώσει. Αντίθετα, η εργασία αυτή στο κατάστρωμα μπορεί να γίνει οποτεδήποτε φτάνει να είναι στεγνό.
Η διάναξη είναι η πλέον επίπονη εργασία στα ξύλινα σκάφη και η πιο χαρακτηριστική που παρατηρείται στα καρνάγια.
Παρά την εξέλιξη της τεχνολογίας και τη δημιουργία καινούργιων μηχανημάτων, το καλαφάτισμα απαιτεί ακόμη τα ίδια εργαλεία και δρομολογείται με την ίδια διαδικασία, όσον αφορά στα ξύλινα σκάφη. Για τη βαφή (που αναλάμβαναν περιοδικά και ανειδίκευτοι τεχνίτες), οι καλαφάτες χρησιμοποιούν απλές μπογιές για τα έξαλα και «μοράβια» – ή κατράμι παλιότερα -για τα ύφαλα. Για τη συντήρηση καίνε το ξύλο ώστε να αφαιρεθεί το παλιό χρώμα και στη συνέχεια το βάφουν από την αρχή.
Οι καλαφάτες από πολύ παλιά αναλάμβαναν το καλαφάτισμα (στεγανοποίηση) των ναυπηγούμενων σκαφών στους «ταρσανάδες» ή «καρνάγια» (ναυπηγεία), ή και το βάψιμο και τη συντήρηση παλιότερων σκαφών. Πολλές φορές καλαφάτες ήταν οι ίδιοι οι καραβομαραγκοί και μόνο σε περιόδους μεγάλης παραγωγής «σκαριών» υπήρχαν τεχνίτες αποκλειστικά για το καλαφάτισμα.
[:]